- σφήκωμα
- τὸ, ΜΑ [σφηκῶ]1. επίδεσμος σφηνοειδής ως προς το σχήμα2. σχοινίαρχ.η κορυφή τής περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφήκωμα — the point of a helmet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφήκωμ' — σφήκωμα , σφήκωμα the point of a helmet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκώμασι — σφήκωμα the point of a helmet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκώματι — σφήκωμα the point of a helmet neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκώματος — σφήκωμα the point of a helmet neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκός — ή, όν, Α 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. η κορυφή τής περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ.… … Dictionary of Greek
ψώμιγξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «σφήκωμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ψωμός + επίθημα ιγξ (πρβλ. φόρμ ιγξ)] … Dictionary of Greek
ՎԱՐՍԱԿԱԼ — (ի, աց.) NBH 2 0798 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c գ. Ծամակալ արանց. կապ ʼի պատիւ վարսից աւագորերոյ մարգարտազարդ. ապարօշ. խոյր. կամար ճակատու եւ ծոծորակի եւ սաղաւարտի. կայ եւ յն. σφήκωμα որ ʼի լտ. մեկնի. galeae pars,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)